- χοροκιθαριστής
- χοροκῐθᾰρ-ιστής, οῦ, ὁ,A = χοροκιθαρεύς, Suet.Dom.4.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χοροκιθαριστής — ὁ, Α [χοροκιθαρίζω] ερμηνευτής που παίζει κιθάρα για τον χορό … Dictionary of Greek
χοροκιθαρεύς — έως, ὁ, Α χοροκιθαριστής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χορός + κιθάρα + κατάλ. εύς*] … Dictionary of Greek